ηλιακό στέμμα

ηλιακό στέμμα
Η εξώτερη στιβάδα της ηλιακής ατμόσφαιρας, αμέσως μετά τη χρωμόσφαιρα. Είναι το αραιότερο τμήμα όλου το αερίου περιβλήματος του Ήλιου. Το η.σ. γίνεται ορατό μόνο κατά τις ολικές εκλείψεις του Ήλιου –όταν δηλαδή η Σελήνη επισκιάζει τελείως τον φωτεινό δίσκο του, καθώς διέρχεται εμπρός από αυτόν– και αφήνει ακάλυπτο μόνο το εξώτερο τμήμα του. Οι τελευταίες μελέτες απέδειξαν ότι το η.σ. αποτελείται από αέρια σε εξαιρετικά υψηλές θερμοκρασίες, της τάξης εκατομμυρίων βαθμών. Οι θερμοκρασίες που παρατηρούνται στο η.σ. είναι πολύ υψηλότερες από τις θερμοκρασίες που επικρατούν στις παρακάτω στιβάδες (στην επιφάνεια του Ήλιου η θερμοκρασία ανέρχεται στους 6.000°C). Σήμερα το η.σ. μπορεί να παρατηρηθεί και να μελετηθεί –χάρη στα νεότερα όργανα– όχι μόνο κατά τις ολικές εκλείψεις αλλά και οποιαδήποτε στιγμή της ημέρας, εφόσον ο Ήλιος βρίσκεται ακάλυπτος επάνω στον ορίζοντα. Το σπουδαιότερο από τα όργανα αυτά είναι o στεμματογράφος, τον οποίο επινόησε και κατασκεύασε ο διάσημος Γάλλος αστρονόμος Λιό. Το ηλιακό στέμμα είναι ορατό κατά τη διάρκεια της ηλιακής έκλειψης (φωτ. ΑΠΕ).

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем написать реферат

Look at other dictionaries:

  • ήλιο — Χημικό στοιχείο με σύμβολο He. Ανήκει στην ομάδα μηδέν του περιοδικού συστήματος (ομάδα των ευγενών αερίων), έχει ατομικό αριθμό 2, δύο ισότοπα σταθερά (3He και 4He) και ένα ισότοπο ραδιενεργό (6He). Ονομάστηκε έτσι επειδή ανακαλύφθηκε στο ηλιακό …   Dictionary of Greek

  • κορόνιο — ή κορώνιο, το (αστρον. χημ.) υποθετικό αέριο χημικό στοιχείο το οποίο μετά από φασματοσκοπικές αναλύσεις θεωρήθηκε ότι υπάρχει στο ηλιακό στέμμα, αργότερα όμως διαπιστώθηκε ότι συνίσταται από εντόνως ιοντισμένα άτομα γνωστών χημικών στοιχείων.… …   Dictionary of Greek

  • στεμματογράφος — ο, Ν (αστρον. τεχνολ.) τηλεσκόπιο μέσα στο οποίο δημιουργείται τεχνητή ολική έκλειψη ηλίου, έτσι ώστε να μπορεί να παρατηρηθεί με σαφήνεια το ηλιακό στέμμα …   Dictionary of Greek

  • υδρογόνο — Χημικό στοιχείο με σύμβολο Η· είναι το πρώτο στοιχείο του περιοδικού συστήματος, έχει ατομικό 1, ατομικό βάρος 1,008 και δύο ισότοπα: ένα σταθερό (δευτέριο) με μάζα Η2 και ένα ραδιενεργό (τρίτιο) με μάζα Η3 και περίοδο υποδιπλασιασμού 12½ χρόνια …   Dictionary of Greek

  • ηλιακός άνεμος — Ροή φορτισμένων σωματιδίων, κυρίως πρωτονίων και ηλεκτρονίων, που εκτοξεύονται από τον Ήλιο προς όλες τις κατευθύνσεις. Η εξωτερική ατμόσφαιρα του Ήλιου, το ηλιακό στέμμα, έχει θερμοκρασία περίπου 1,5⋅ 106°Κ και είναι φυσικό –σε τόσο υψηλές… …   Dictionary of Greek

  • Κρουξ, Γουίλιαμ — (Sir William Crookes, Λονδίνο 1832 – 1919). Άγγλος χημικός και φυσικός. Υπήρξε μαθητής του Χόφμαν και διετέλεσε καθηγητής της χημείας στο πανεπιστήμιο της Οξφόρδης. Το 1859 ίδρυσε το περιοδικό Chemical News, στο οποίο παρέμεινε διευθυντής έως το… …   Dictionary of Greek

  • Ισπανία — Επίσημη ονομασία: Βασίλειο της Ισπανίας Έκταση: 504.782 τ. χλμ. Πληθυσμός: 40.037.995 (2001) Πρωτεύουσα: Μαδρίτη (2.882.860 κάτ. το 2000)Κράτος της νοτιοδυτικής Ευρώπης, στην Ιβηρική χερσόνησο. Συνορεύει στα ΒΑ με τη Γαλλία και την Ανδόρα, στα Δ… …   Dictionary of Greek

  • Αίγυπτος — I Κράτος της βορειοανατολικής Αφρικής και (σε μικρό μέρος) της δυτικής Ασίας.Συνορεύει στα Δ με τη Λιβύη, στα Ν με το Σουδάν και στα ΒΑ με το Ισραήλ, ενώ βρέχεται στα Β από τη Μεσόγειο θάλασσα και στα Α από την Ερυθρά θάλασσα.Η Α. (αλ… …   Dictionary of Greek

  • κίνα — Επίσημη ονομασία: Λαϊκή Δημοκρατία της Κίνας Έκταση: 9.596.960 τ. χλμ. Πληθυσμός: 1.284.303.705 κάτ. (2002) Πρωτεύουσα: Πεκίνο ή Μπεϊτζίνγκ (6.619.000 κάτ. το 2003)Κράτος της ανατολικής Ασίας. Συνορεύει στα Β με τη Μογγολία και τη Ρωσία, στα ΒΑ… …   Dictionary of Greek

  • Ελλάδα - Τέχνη (Αρχαιότητα) — ΑΡΧΑΙΑ ΕΛΛΗΝΙΚΗ ΤΕΧΝΗ Η απαρχή της αρχαίας ελληνικής τέχνης τοποθετείται συνήθως περί το 1100 π.Χ., μετά την κάθοδο των Δωριέων. Μετά την αποκρυπτογράφηση της Γραμμικής Β’ και την ανάγνωση των πινακίδων των ανακτόρων της Πύλου, των Μυκηνών, των… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”