ήλιο — Χημικό στοιχείο με σύμβολο He. Ανήκει στην ομάδα μηδέν του περιοδικού συστήματος (ομάδα των ευγενών αερίων), έχει ατομικό αριθμό 2, δύο ισότοπα σταθερά (3He και 4He) και ένα ισότοπο ραδιενεργό (6He). Ονομάστηκε έτσι επειδή ανακαλύφθηκε στο ηλιακό … Dictionary of Greek
κορόνιο — ή κορώνιο, το (αστρον. χημ.) υποθετικό αέριο χημικό στοιχείο το οποίο μετά από φασματοσκοπικές αναλύσεις θεωρήθηκε ότι υπάρχει στο ηλιακό στέμμα, αργότερα όμως διαπιστώθηκε ότι συνίσταται από εντόνως ιοντισμένα άτομα γνωστών χημικών στοιχείων.… … Dictionary of Greek
στεμματογράφος — ο, Ν (αστρον. τεχνολ.) τηλεσκόπιο μέσα στο οποίο δημιουργείται τεχνητή ολική έκλειψη ηλίου, έτσι ώστε να μπορεί να παρατηρηθεί με σαφήνεια το ηλιακό στέμμα … Dictionary of Greek
υδρογόνο — Χημικό στοιχείο με σύμβολο Η· είναι το πρώτο στοιχείο του περιοδικού συστήματος, έχει ατομικό 1, ατομικό βάρος 1,008 και δύο ισότοπα: ένα σταθερό (δευτέριο) με μάζα Η2 και ένα ραδιενεργό (τρίτιο) με μάζα Η3 και περίοδο υποδιπλασιασμού 12½ χρόνια … Dictionary of Greek
ηλιακός άνεμος — Ροή φορτισμένων σωματιδίων, κυρίως πρωτονίων και ηλεκτρονίων, που εκτοξεύονται από τον Ήλιο προς όλες τις κατευθύνσεις. Η εξωτερική ατμόσφαιρα του Ήλιου, το ηλιακό στέμμα, έχει θερμοκρασία περίπου 1,5⋅ 106°Κ και είναι φυσικό –σε τόσο υψηλές… … Dictionary of Greek
Κρουξ, Γουίλιαμ — (Sir William Crookes, Λονδίνο 1832 – 1919). Άγγλος χημικός και φυσικός. Υπήρξε μαθητής του Χόφμαν και διετέλεσε καθηγητής της χημείας στο πανεπιστήμιο της Οξφόρδης. Το 1859 ίδρυσε το περιοδικό Chemical News, στο οποίο παρέμεινε διευθυντής έως το… … Dictionary of Greek
Ισπανία — Επίσημη ονομασία: Βασίλειο της Ισπανίας Έκταση: 504.782 τ. χλμ. Πληθυσμός: 40.037.995 (2001) Πρωτεύουσα: Μαδρίτη (2.882.860 κάτ. το 2000)Κράτος της νοτιοδυτικής Ευρώπης, στην Ιβηρική χερσόνησο. Συνορεύει στα ΒΑ με τη Γαλλία και την Ανδόρα, στα Δ… … Dictionary of Greek
Αίγυπτος — I Κράτος της βορειοανατολικής Αφρικής και (σε μικρό μέρος) της δυτικής Ασίας.Συνορεύει στα Δ με τη Λιβύη, στα Ν με το Σουδάν και στα ΒΑ με το Ισραήλ, ενώ βρέχεται στα Β από τη Μεσόγειο θάλασσα και στα Α από την Ερυθρά θάλασσα.Η Α. (αλ… … Dictionary of Greek
κίνα — Επίσημη ονομασία: Λαϊκή Δημοκρατία της Κίνας Έκταση: 9.596.960 τ. χλμ. Πληθυσμός: 1.284.303.705 κάτ. (2002) Πρωτεύουσα: Πεκίνο ή Μπεϊτζίνγκ (6.619.000 κάτ. το 2003)Κράτος της ανατολικής Ασίας. Συνορεύει στα Β με τη Μογγολία και τη Ρωσία, στα ΒΑ… … Dictionary of Greek
Ελλάδα - Τέχνη (Αρχαιότητα) — ΑΡΧΑΙΑ ΕΛΛΗΝΙΚΗ ΤΕΧΝΗ Η απαρχή της αρχαίας ελληνικής τέχνης τοποθετείται συνήθως περί το 1100 π.Χ., μετά την κάθοδο των Δωριέων. Μετά την αποκρυπτογράφηση της Γραμμικής Β’ και την ανάγνωση των πινακίδων των ανακτόρων της Πύλου, των Μυκηνών, των… … Dictionary of Greek